- τρινιτροτολουόλιο
- το, Νχημ. αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, τρινιτρωμένο παράγωγο τού τολουολίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ΤΝΤ — Ν χημ. βραχυγραφία τής χημικής ένωσης τρινιτροτολουόλιο, πολύ γνωστής ισχυρής εκρηκτικής ύλης … Dictionary of Greek
νιτροτολουόλιο — το χημ. αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού τολουολίου, με τρία ισομερή, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χρωστικών υλών, ενώ το 2,4,6 τρινιτροτολουόλιο, γνωστό και ως ΤΝΤ ή τροτύλη, είναι ισχυρή εκρηκτική υλη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τετρυτόλη — η, Ν χημ. εκρηκτικό μίγμα που αποτελείται από τετρύλη και τρινιτροτολουόλιο σε διάφορες αναλογίες … Dictionary of Greek
τολίτης — ο, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τρινιτροτολουόλιο, ισχυρής εκρηκτικής ύλης, γνωστής με τη βραχυγραφία ΤΝΤ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tolite < tol (< ισπ. tolu < Santiago de Tolu, τοπωνύμιο τής Κολομβίας) + κατάλ. ite τής χημ.… … Dictionary of Greek
τροτύλη — η, Ν 1. χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης 2,4,6 τρινιτροτολουόλιο, ισχυρής εκρηκτικής ύλης, γνωστής και συντομογραφικά ως ΤΝΤ 2. φρ. «ισοδύναμο τροτύλης» η μάζα τής τροτύλης που θα ήταν αναγκαία για να προκληθεί μια έκρηξη ίσης ισχύος με… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
εξανιτροδιφαινυλαμίνη — Νιτρωμένο παράγωγο της διφαινυλαμίνης του τύπου (ΝΟ2)3 C6H2 – NH – C6H2 (ΝΟ2)3. Είναι ισχυρή εκρηκτική ύλη και χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο σε μείγμα με τρινιτροανισόλη ή τρινιτροτολουόλιο … Dictionary of Greek